ἀναγαλλίς — pimpernel fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγαλλίδα — ἀναγαλλίς pimpernel fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγαλλίδας — ἀναγαλλίς pimpernel fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγαλλίδες — ἀναγαλλίς pimpernel fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγαλλίδι — ἀναγαλλίς pimpernel fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγαλλίδος — ἀναγαλλίς pimpernel fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγαλλίδων — ἀναγαλλίς pimpernel fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Agallis — (Gr. polytonic|Ἀγαλλίς, fl. 2nd century BC) of Corcyra was a female grammarian who wrote about Homer, according to Athenaeus. [Athenaeus, Deipnosophistae i. p. 14, d.] Some scholars believe her to have belonged to the hetaerae class. [cite book… … Wikipedia
αυγίτις — αὐγῑτις, η (Α) ονομασία του φυτού αναγαλλίς η Φοινική … Dictionary of Greek
κόρχορος — (Corchorus). Γένος τροπικών ποών ή, σπανιότερα, μικρών θάμνων της οικογένειας των τιλιιδών. Πρόκειται για φυτό με μεγάλα, αντίθετα, οδοντωτά και έμμισχα φύλλα· τα άνθη του είναι μικρά, έμμισχα και κίτρινα, με πέντε πέταλα. Ο κ. είναι αρκετά… … Dictionary of Greek